αλυκτοπέδη

αλυκτοπέδη
ἀλυκτοπέδη, η (Α)
συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι
δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας
πιθανώς να συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. ruj - «θραύω», ενώ κατ’ άλλους προέρχεται από συμφυρμό τών τ. ἄλυτος και ἄρρηκτος, με επίδραση τών ρ. ἀλύσκω, ἀλύξω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδαι bonds fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτοπέδῃ — ἀλυκτοπέδαι bonds fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лузнуть — ударить, хлестнуть . Вероятно, от лузгать (см. лузга); ср. Бернекер 1, 747. Менее убедительно сравнивают русск. слово с лит. laužti, laužiu ломать , lūžti, lūžtu ломаться , д. в. н. liohhan тащить, драть , греч. λυγρός печальный, несчастный ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • луста — ломоть, кусок (хлеба) , луста шелуха, кожура , укр., блр. луста ломоть, тонкий слой . Возм., родственно лит. lùstas ломоть хлеба , наряду с lùkštas шелуха, кожура, скорлупа , далее сюда же луска, луспа, лузга; см. Буга, РФВ 65, 318; 71, 470;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”